πρωτοστάτης

πρωτοστάτης
πρωτο-στάτης [ᾰ], ου, , ([etym.] ἵστημι)
A one who stands first, esp. the first man on the right of a line, right-hand man,

ὁ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως Th.5.71

; but also οἱ π. the front-rank men, X.Cyr.3.3.57, 6.3.24, Lac.11.5, etc.; either sense possible in Teles p.4 H.
2 = λοχαγός, Ael.Tact.5.1, Arr. Tact.5.6.
3 man in the uneven rows in a λόχος, opp. ἐπιστάτης, Ascl.Tact.2.3, etc.
II metaph., chief or leader of a party, Act.Ap. 24.5;

π. τοῦ χοροῦ τῶν μαθητῶν Porph.Chr.26.1

; π. τοῦ θητικοῦ καὶ οἰκετικοῦ Men.Prot.p.8 D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτοστάτης — one who stands first masc nom sg πρωτοστατέω stand first imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτης νεοελλ. μσν. ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοστάτης — ο 1. ο πρωτουργός, ο πρώτος απ όλους σε πράξη ή κίνηση: Πρωτοστάτης στην αποχή των μαθητών από τα μαθήματα ήταν ένας της τρίτης Λυκείου. 2. (εκκλησ.), ένας από τους σπουδαιότερους: Άγγελος πρωτοστάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοστάται — πρωτοστάτης one who stands first masc nom/voc pl πρωτοστάτᾱͅ , πρωτοστάτης one who stands first masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστατῶν — πρωτοστάτης one who stands first masc gen pl πρωτοστατέω stand first pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάταις — πρωτοστάτης one who stands first masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάτην — πρωτοστάτης one who stands first masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάτου — πρωτοστάτης one who stands first masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάτῃ — πρωτοστάτης one who stands first masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάτα — πρωτοστάτᾱ , πρωτοστάτης one who stands first masc nom/voc/acc dual πρωτοστάτης one who stands first masc voc sg πρωτοστάτᾱ , πρωτοστάτης one who stands first masc gen sg (doric aeolic) πρωτοστάτης one who stands first masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστατώ — πρωτοστατῶ, έω, ΝΜΑ [πρωτοστάτης] νεοελλ. είμαι πρωτοστάτης, προΐσταμαι και διαδραματίζω πρωτεύοντα ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, είμαι πρωτεργάτης («ο Γληνός πρωτοστάτησε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση») αρχ. 1. στέκομαι πρώτος ή στέκομαι στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”